dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ακυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
annullieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ακυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stornieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ακυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kaduzieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ακυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anfechten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufheben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entwerten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
für ungültig erklären
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
widerrufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ακυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
absagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)