dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μαστιγώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
peitschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μαστίγωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Peitschen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
μαστιγώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auspeitschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μαστίγωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Auspeitschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μαστίγωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Auspeitschen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μαστιγωτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
peitschend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καμτσικιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Peitschenhieb
Ⓦ
Ⓖ
…