dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γήινος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
irdisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
γήινος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erdig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
γήινος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Erdbewohner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γήινος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erd-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γήινος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weltlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)