dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ντοπάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Doping
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ντόπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Doping
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
έλεγχος ντόπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Doping-Kontrolle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
έλεγχος αντιντόπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dopingtest
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
έλεγχος ντόπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dopingtest
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
υποψία ντόπινγκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Dopingverdacht
Ⓦ
Ⓖ
…