dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
γυναικείο επάγγελμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Frauenberuf
Ⓦ
Ⓖ
…