dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ξεπαγώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auftauen
Ⓦ
Ⓖ
…
ξεπαγώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tauen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ξεπαγώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entfrosten
Ⓦ
Ⓖ
…