dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
θεραπεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θεραπεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
θεραπεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kurieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θεραπεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gesund pflegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
θεραπεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
therapieren
Ⓦ
Ⓖ
…