dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
insistieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beharren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen auf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beteuern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bleiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
darauf bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fortdauern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pochen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich versteifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weiter bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
επιμένω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestehen
Ⓦ
Ⓖ
…