dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σκοπεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beabsichtigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκοπεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anpeilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκοπεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anvisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκοπεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zielen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σκοπεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorhaben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)