dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εντοπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufspüren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εντοπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lokalisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εντοπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anpeilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εντοπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausfindig machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εντοπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eingrenzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εντοπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erspähen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εντοπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
finden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εντοπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
orten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εντοπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
peilen
Ⓦ
Ⓖ
…