dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εκσφενδονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schleudern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκσφενδονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abfeuern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκσφενδονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
auswerfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκσφενδονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
katapultieren
Ⓦ
Ⓖ
…