dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σαφήνεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Klarheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σαφήνεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Deutlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σαφήνεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Eindeutigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σαφήνεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Prägnanz
Ⓦ
Ⓖ
…