dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
Πέρσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Perser
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
κλακαδόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Jubelperser
Ⓦ
Ⓖ
…
Περσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Perserreich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
περσικό χαλί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Perserteppich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κλακαδόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Prügelperser
Ⓦ
Ⓖ
…