dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
περίοδος χάριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Karenzzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
περίοδος χάριτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schonfrist
Ⓦ
Ⓖ
…