dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
κακότυχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
arm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κακότυχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pechvogel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κακότυχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unglückselig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κακότυχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unglücksrabe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κακότυχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unglückswurm
Ⓦ
Ⓖ
…