dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αντίσωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Antikörper
Ⓦ
Ⓖ
…
αντίσωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Immunkörper
Ⓦ
Ⓖ
…
αντίσωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gegenkörper
Ⓦ
Ⓖ
…
!
αντίσωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abwehrstoff
Ⓦ
Ⓖ
…