dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τομάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schuft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τομάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Haut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τομάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τομάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bastard
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τομάρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pelz
Ⓦ
Ⓖ
…