dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κοντοστέκομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stocken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σκαλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stocken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κόμπιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stocken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κοντοστέκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stocken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σβολιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stocken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κομπιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stocken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
πρασινοκέφαλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stockente
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πάπια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stockente
Ⓦ
Ⓖ
…