dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
περπατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πηγαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βαδίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
οδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πορεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αλαργεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απέρχομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πεζοπορία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
περπάτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πηγεμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)