dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschränken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μειώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschränken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
περικόπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschränken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιστέλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschränken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
περιοριστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschränkend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
περισταλτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschränkend
Ⓦ
Ⓖ
…