dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναχαιτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συγκρατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συνέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαστώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κωλύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
δεν ανακατεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zurückhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκρατιέμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zurückhalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συγκρατημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εφεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σεμνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
επιφυλακτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
πειθαρχημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συντηρητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zurückhaltend
Ⓦ
Ⓖ
…