dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διυλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
genau untersuchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διυλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
destillieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διυλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
filtern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διυλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
filtrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διυλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
läutern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διυλίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
raffinieren
Ⓦ
Ⓖ
…