dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κατωτερότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Minderwertigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μειονεκτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Minderwertigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μειονεξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Minderwertigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
αίσθημα κατωτερότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Minderwertigkeitsgefühl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σύμπλεγμα κατωτερότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Minderwertigkeitskomplex
Ⓦ
Ⓖ
…