dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λαρδί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schweinespeck
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λαρδί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Speck
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λαρδί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lärche
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
λαρδί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Speckschwarte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λαρδί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwarte
Ⓦ
Ⓖ
…