dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λοξοδρομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zur Seite weichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λοξοδρομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abgleiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λοξοδρομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschweifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λοξοδρομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abweichen
Ⓦ
Ⓖ
…