dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
καινοτομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Innovationen vornehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καινοτομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
innovieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καινοτομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Neuerungen einführen
Ⓦ
Ⓖ
…