dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
καρίκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Flicken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
καρίκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stopfen
Ⓦ
Ⓖ
…