dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ανάβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάνω καμάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
κάνω να
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich daranmachen
Ⓦ
Ⓖ
…