dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κατάσχεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Beschlagnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
κατάσχεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pfändung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάσχεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Beschlagnahmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάσχεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einziehung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάσχεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Exekution
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάσχεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konfiszierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
κατάσχεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verpfändung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pfändung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προστασία από την κατάσχεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pfändungsschutz
Ⓦ
Ⓖ
…
κατάσχεση ενυποθήκου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Präklusion
Ⓦ
Ⓖ
…