dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
λαχτάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sehnsucht
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
λαχτάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verlangen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαχτάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Angst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαχτάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufregung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαχτάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bewegtheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαχτάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unruhe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαχτάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ungeduld
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαχτάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wehmut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λαχτάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Begehren
Ⓦ
Ⓖ
…