dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufdrehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufmachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausweiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einschalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
öffnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufschneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
austreten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einweihen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
seinen Wirkungskreis erweitern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich dehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erweitern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich öffnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übermütig werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eröffnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανοίγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anschalten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)