dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διανοητικά καθυστερημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geistig behindert
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διανοητικά καθυστερημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwachsinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διανοητικά καθυστερημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behindert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
διανοητικά καθυστερημένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
debil
Ⓦ
Ⓖ
…