dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
λυκίσκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hopfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
απορροφώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαφρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παίρνω ανάσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Atem schöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαντλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαντλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεθεώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαλαντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπαφιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξουθενώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άντληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αντλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δημιουργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξαντλούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βαλαντώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατακόβομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μπαφιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
περιορίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πονηρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verdacht schöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεθεώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
völlig erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κατακουράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
völlig erschöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υδρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wasser schöpfen
Ⓦ
Ⓖ
…