dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σφηνώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
keilen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σφηνώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verklemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφηνώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einklemmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σφηνώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verkeilen
Ⓦ
Ⓖ
…