dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κυρτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beugen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
λυγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beugen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
υποκύπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beugen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ενδίδω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beugen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποκλίνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beugen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
υποτάσσομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beugen
Ⓦ
Ⓖ
…