dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αλτρουιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufopfernd
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αλτρουιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
altruistisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αλτρουιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
selbstlos
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αλτρουιστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
uneigennützig
Ⓦ
Ⓖ
…