dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διακύβευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρισκάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακυβεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
βγάζω γλώσσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine dicke Lippe riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διακινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kopf und Kragen riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ριψοκινδυνεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kopf und Kragen riskieren
Ⓦ
Ⓖ
…