dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συγκεντρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konzentrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εστιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konzentrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
αποκεντρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dekonzentrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συγκεντρώνομαι στην ουσία των πραγμάτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich auf das Wesentliche konzentrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich konzentrieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αυτοσυγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich konzentrieren
Ⓦ
Ⓖ
…