dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πλήττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich langweilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλήττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschädigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλήττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ergreifen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλήττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
langweilen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλήττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerstören
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλήττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zufügen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλήττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schädigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλήττω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
treffen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)