dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πετώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
werfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ρίχνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
werfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ρίπτω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
werfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ρίχνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
werfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γεννοβολώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
werfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πετάω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
werfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ρίξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Werfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)