dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ψωριάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgeblasen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
κορδωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgeblasen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φουσκωτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgeblasen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ψωροπερήφανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgeblasen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
αλαζόνας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
aufgeblasener Kerl
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κόρδωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aufgeblasenheit
Ⓦ
Ⓖ
…