dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
βούτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eintauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βυθίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eintauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βουτιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eintauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eintauchen
Ⓦ
Ⓖ
…