dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πίκρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bitterkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
πίκρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbitterung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πίκρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Trübsal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πίκρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wermutstropfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)