dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
άσφαλτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Asphalt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ασφαλτοστρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
asphaltieren
Ⓦ
Ⓖ
…
(ορυκτή) άσφαλτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bergteer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ορυκτή άσφαλτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bergteer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πισσάσφαλτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Bitumen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ορυκτή άσφαλτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ölschiefer
Ⓦ
Ⓖ
…
(ορυκτή) άσφαλτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pechstein
Ⓦ
Ⓖ
…