dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αποζημίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schadenersatz
Ⓦ
Ⓖ
…
(χρηματική) αποζημίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schadenersatz
Ⓦ
Ⓖ
…
αντιρρόπηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schadenersatz
Ⓦ
Ⓖ
…
αντιστάθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schadenersatz
Ⓦ
Ⓖ
…
εγγύηση αποζημίωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schadenersatz
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
χρηματική αποζημίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Schadenersatz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)