dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τουαλέτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Toilette
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τουαλέτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
WC
συντ.
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τουαλέτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Klosett
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τουαλέτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Klo
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τουαλέτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abendrobe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τουαλέτα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Abort
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)