dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
δωροδοκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestechen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
δωροδοκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δωροδοκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
korrumpieren
Ⓦ
Ⓖ
…