dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
γαμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ficken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γαμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pudern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γαμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γαμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bumsen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γαμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nageln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γαμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vögeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γαμώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)