dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
βούτημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stibitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βουτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stibitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σουφρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stibitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κλέβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stibitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κλέβω σουφρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stibitzen
Ⓦ
Ⓖ
…