dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ankern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αγκυροβολώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ankern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
άραγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ankern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ελλιμενισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ankern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αγκυροβόλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ankern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
μεμψιμοιρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stänkern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ενοχλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stänkern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αγκυροβολώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verankern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εδραιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verankern
Ⓦ
Ⓖ
…